- κοκαλιάζω
- κοκαλιάζω, κοκάλιασα, κοκαλιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κοκαλιάζω — και κοκκαλιάζω [κόκαλο] 1. γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο, αποσκληρύνομαι 2. (για πρόσ.) γίνομαι άκαμπτος σαν κόκαλο, παθαίνω ακαμψία (α. «κοκάλιασα απ το κρύο» β. «το γατάκι είναι σκοτωμένο από χτες το βράδι και έχει κοκαλιάσει») … Dictionary of Greek
κοκαλιάζω — κοκάλιασα, κοκαλιασμένος 1. γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο: Το ψωμί κοκάλιασε. 2. παθαίνω ακαμψία των άκρων: Κοκάλιασαν τα χέρια μουαπό το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκάλιασμα — και κοκκάλιασμα, το [κοκαλιάζω] 1. η σκλήρυνση, το να γίνει κάτι σκληρό σαν κόκαλο 2. ακαμψία … Dictionary of Greek
κοκαλώνω — και κοκκαλώνω [κόκαλο] 1. κοκαλιάζω 2. μένω εκστατικός και άναυδος («μόλις άκουσε τα αναπάντεχα νέα, κοκάλωσε») … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
κοκαλώνω — κοκάλωσα, κοκαλωμένος 1. κοκαλιάζω. 2. μένω άναυδος, μένω με το στόμα ανοιχτό: Μόλις το άκουσε, κοκάλωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)